σκόπων

σκόπων
σκοπάω
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
σκοπάω
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σκοπῶν — Σκόπη fem gen pl Σκόπης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπῶν — σκοπάω pres part act masc voc sg σκοπάω pres part act neut nom/voc/acc sg σκοπάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σκοπάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) σκοπέω behold pres part act masc nom sg (attic epic doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • νάτο — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • συνασπισμός — ο, ΝΜΑ [συνασπίζω] στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπών νεοελλ. 1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται… …   Dictionary of Greek

  • τελεολογία — και τελολογία, η, Ν 1. (κατά την αριστοτ. φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα πράγματα εξελίσσονται προς την πραγμάτωση τών σκοπών που ενυπάρχουν στη φύση τους και, επομένως, η ερμηνεία τών πάντων, για να είναι πλήρης, πρέπει να θεωρεί όχι μόνον… …   Dictionary of Greek

  • τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”